- ἐπίτειχος
- ἐπίτειχ-ος, εος, τό,A wall upon a wall, Eust.969.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίτειχος — ἐπίτειχος, τὸ (Μ) πρόσθετο τείχος πάνω σε προηγούμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τείχος] … Dictionary of Greek
ἐπίτειχος — wall upon a wall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίτειχος — τὸ, ΜΑ τείχος που περιβάλλει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τεῖχος (πρβλ. επίτειχος)] … Dictionary of Greek